Διαρρύθμιση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαρρύθμιση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lay-out, opmaak, indeling, layout, lay
Διαρρύθμιση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρρύθμιση

διαρρύθμιση υπνοδωματίου, διαρρύθμιση εσωτερικών χώρων, διαρρύθμιση γκαρσονιέρας, διαρρύθμιση σπιτιού, διαρρύθμιση μπάνιου, διαρρύθμιση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαρρύθμιση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαρρήκτης στα ολλανδικά - inbreker, anti, inbraak
  • διαρροή στα ολλανδικά - lek, lekkage, lekken, lekkages, lekkage te
  • διασαφηνίζω στα ολλανδικά - beduiden, uitleggen, voor de goede orde, voor het record, voor de record, for the record, voor het verslag
  • διασκέδαση στα ολλανδικά - amusement, pret, schalks, plezier, genoegen, ondeugend, dartel, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαρρύθμιση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lay-out, opmaak, indeling, layout, lay