Ειδικά στα ολλανδικά

Μετάφραση: ειδικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzonderheid, vooral, speciaal, in het bijzonder, name, met name
Ειδικά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ειδικά

ειδικά εκλογικά τμήματα ετεροδημοτών, ειδικά κτίρια, ειδικά στοιχήματα οπαπ, ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, ειδικά μαθήματα 2014, ειδικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ειδικά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ειδήσεις στα ολλανδικά - nieuwigheid, nieuwtje, nieuws, News, Nieuwsbrief, nieuws van, het nieuws
  • ειδεχθής στα ολλανδικά - afschuwelijk, afzichtelijk, afgrijselijk, afschuwelijke, afzichtelijke
  • ειδικός στα ολλανδικά - deskundige, bedreven, handig, deskundig, expert, vaardig, behendig, ...
  • ειδοποιώ στα ολλανδικά - bekendmaken, aanschrijven, aankondigen, adviseren, verwittigen, informeren, inlichten, ...
Τυχαίες λέξεις
Ειδικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inzonderheid, vooral, speciaal, in het bijzonder, name, met name