Εκβιασμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκβιασμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afpersing, afpersingen, van afpersing, roof
Εκβιασμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκβιασμός

συναισθηματικόσ εκβιασμόσ, εκβιασμόσ ορισμόσ, εκβιασμόσ ποινικόσ κώδικασ, εκβιασμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκβιασμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκατόν στα ολλανδικά - honderd, honderdtal, honderden
  • εκβιάζω στα ολλανδικά - afpersen, knevelen, afdwingen, afschudden, uitschudden, shake down, inzakken, ...
  • εκδήλωση στα ολλανδικά - manifestatie, openbaring, uiting, verschijningsvorm, de manifestatie
  • εκδίδω στα ολλανδικά - opstellen, opmaken, stileren, redigeren, uitgeven, bewerken, wijzigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκβιασμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afpersing, afpersingen, van afpersing, roof