Ελικόπτερο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελικόπτερο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helikopter, helicopter, helikopters, helikopter van, de helikopter
Ελικόπτερο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελικόπτερο

ελικόπτερο τηλεκατευθυνόμενο, ελικόπτερο βικιπαίδεια, ελικόπτερο με κάμερα, ελικόπτερο απάτσι, ελικόπτερο ενοικίαση, ελικόπτερο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελικόπτερο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελιγμός στα ολλανδικά - manoeuvreren, rangeren, manoeuvre, manoeuvreerruimte, bewegingsruimte, handeling
  • ελικοειδής στα ολλανδικά - spiraal, spiraalvormig, schroefvormig, spiraalvormige, schroefvormige
  • ελκυστικός στα ολλανδικά - aanlokkelijk, aantrekkelijk, aantrekkelijke, aantrekkelijker, mooie, mooi
  • ελλειπτικός στα ολλανδικά - gebrekkig, defect, elliptisch, elliptische, ellipsvormige, elliptische trainer, ellipsvormig
Τυχαίες λέξεις
Ελικόπτερο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: helikopter, helicopter, helikopters, helikopter van, de helikopter