Ελλιπής στα ολλανδικά
Μετάφραση: ελλιπής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvoldoende, kort, korte, op korte, Kortom, de korte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελλιπής
ελλιπής φοίτηση στο δημοτικό, ελλιπής φοίτηση, ελλιπής συνώνυμο, ελλιπής συνώνυμα, ελλιπής ή ελλειπής, ελλιπής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελλιπής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ελκυστικός στα ολλανδικά - aanlokkelijk, aantrekkelijk, aantrekkelijke, aantrekkelijker, mooie, mooi
- ελλειπτικός στα ολλανδικά - gebrekkig, defect, elliptisch, elliptische, ellipsvormige, elliptische trainer, ellipsvormig
- ελπίδα στα ολλανδικά - hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten
- ελπίζω στα ολλανδικά - hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten
Τυχαίες λέξεις
Ελλιπής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onvoldoende, kort, korte, op korte, Kortom, de korte
Μεταφράσεις: onvoldoende, kort, korte, op korte, Kortom, de korte