Επιτιθέμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιτιθέμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller
Επιτιθέμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτιθέμενος

επιτιθέμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιτιθέμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιτηρητής στα ολλανδικά - opzichter, Toezichthouder, supervisor, Toezichthouder voor, promotor
  • επιτηρώ στα ολλανδικά - inspecteren, te inspecteren, inzage, inspecteer, inspectie
  • επιτιμώ στα ολλανδικά - standje, afkeuren, gispen, berispen, laken, verwijten, smadelijk verweten, ...
  • επιτομή στα ολλανδικά - prototype, samenvatting, uittreksel, belichaming, epitome, verpersoonlijkte epitome
Τυχαίες λέξεις
Επιτιθέμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller