Εποικοδομητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εποικοδομητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
constructief, opbouwend, constructieve, opbouwende, feitelijke
Εποικοδομητικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποικοδομητικός

εποικοδομητικός διαλογος, εποικοδομητικός λεξικο, εποικοδομητικός διαλογος εκθεση, εποικοδομητικός διαλογος προυποθεσεις, εποικοδομητικόσ σημασια, εποικοδομητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εποικοδομητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιχορηγώ στα ολλανδικά - concessie, vergunning, subsidiëren, te subsidiëren, subsidiëring, subsidiëring van, subsidie
  • επιχρυσώνω στα ολλανδικά - genootschap, sociëteit, vereniging, maatschappij, samenleving, club, gemeenschap, ...
  • επομένως στα ολλανδικά - bijgevolg, dus, zodoende, dientengevolge, daarom, derhalve, dan ook, ...
  • επονείδιστος στα ολλανδικά - scheld-, smadelijk, smaad-, beledigend, beledigende
Τυχαίες λέξεις
Εποικοδομητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: constructief, opbouwend, constructieve, opbouwende, feitelijke