Ευημερία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευημερία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
welvarendheid, bloei, welstand, geluk, welvaart, voorspoed, de welvaart, welvaart te
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευημερία
ευημερία ορισμός, ευημερία τι σημαινει, ευημερία αντώνυμο, ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας, ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη, ευημερία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευημερία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευερέθιστος στα ολλανδικά - gevoelig, lichtgeraakt, prikkelbaar, excitable, opgewonden, prikkelbare, exciteerbaar
- ευεργετικός στα ολλανδικά - gezond, voordelig, heilzaam, gunstig, gunstige, nuttig
- ευημερώ στα ολλανδικά - bloeien, gedijen, floreren, tieren, voorspoed hebben, voorspoedig
- ευθυγραμμίζω στα ολλανδικά - richten, uitlijnen, lijn, af te stemmen, lijnen
Τυχαίες λέξεις
Ευημερία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: welvarendheid, bloei, welstand, geluk, welvaart, voorspoed, de welvaart, welvaart te
Μεταφράσεις: welvarendheid, bloei, welstand, geluk, welvaart, voorspoed, de welvaart, welvaart te