Ευώδης στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geurig, aromatisch, geurige, geurende, geurend, welriekende
Ευώδης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευώδης

ευώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευώδης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευωδιά στα ολλανδικά - parfumeren, geur, odeur, parfum, geuren, fragrance, geurstoffen
  • ευωχούμαι στα ολλανδικά - festijn, banket, feest, feestmaal, smulpartij, gelag, zuipen, ...
  • εφάμιλλος στα ολλανδικά - gelijk aan, gelijk is aan, gelijk zijn aan, die gelijk is aan, dat gelijk is aan
  • εφάπαξ στα ολλανδικά - vroeger, voorgaand, eenmaal, terwijl, eens, toen, voormalig, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geurig, aromatisch, geurige, geurende, geurend, welriekende