Εύθικτος στα ολλανδικά
Μετάφραση: εύθικτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lichtgeraakt, gevoelig, netelig, touchy, prikkelbaar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύθικτος
εύθικτος λεξικο, εύθικτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εύθικτος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εύγευστος στα ολλανδικά - smakelijk, verteerbaar, smakelijke, smakelijker, eetbaar
- εύγλωττος στα ολλανδικά - welsprekend, welsprekende, welbespraakte, sprekende, welbespraakt
- εύθραυστος στα ολλανδικά - broos, zwak, fragiel, breekbaar, knapperig, bros, brosse, ...
- εύθρυπτος στα ολλανδικά - brokkelig, bros, broze, brokkelige, brosse
Τυχαίες λέξεις
Εύθικτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lichtgeraakt, gevoelig, netelig, touchy, prikkelbaar
Μεταφράσεις: lichtgeraakt, gevoelig, netelig, touchy, prikkelbaar