Geschikt στα ελληνικά
Μετάφραση: geschikt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκόπιμος, σωστός, βολικός, εύχρηστος, κατάλληλος, οικειοποιούμαι, ευπρεπής, επίκαιρος, πρέπων, πρόχειρος, σφετερίζομαι, καθωσπρέπει, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- geschenk στα ελληνικά - παρουσιάζω, παρών, χάρισμα, πεσκέσι, δωρεά, δώρο, δώρων, ...
- geschiedenis στα ελληνικά - ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού
- geschiktheid στα ελληνικά - καταλληλότητα, ικανότητα, γυμναστήριο, γυμναστικής, fitness, φυσικής κατάστασης
- geschil στα ελληνικά - ασυμφωνία, διχόνοια, διαμάχη, διένεξη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
Τυχαίες λέξεις
Geschikt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκόπιμος, σωστός, βολικός, εύχρηστος, κατάλληλος, οικειοποιούμαι, ευπρεπής, επίκαιρος, πρέπων, πρόχειρος, σφετερίζομαι, καθωσπρέπει, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες
Μεταφράσεις: σκόπιμος, σωστός, βολικός, εύχρηστος, κατάλληλος, οικειοποιούμαι, ευπρεπής, επίκαιρος, πρέπων, πρόχειρος, σφετερίζομαι, καθωσπρέπει, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλες