Θνησιμότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: θνησιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sterfte, sterftecijfer, sterfelijkheid, mortaliteit, de sterfte
Θνησιμότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θνησιμότητα

θνησιμότητα ελλάδα, θνησιμότητα λεξικο, θνησιμότητα ορισμός, θνησιμότητα συνώνυμα, θνησιμότητα θνητότητα, θνησιμότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θνησιμότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θλιβερά στα ολλανδικά - triest, verdrietig, droevig, jammerlijk, woefully, bedroevend, hopeloos, ...
  • θλιβερός στα ολλανδικά - ernstig, spijtig, onheilspellend, bedenkelijk, betreurenswaardig, akelig, drear, ...
  • θνητός στα ολλανδικά - snuiter, sujet, vent, knul, kerel, menselijk, persoon, ...
  • θολωμένος στα ολλανδικά - schemerig, dof, donker, gesmoord, bot, duister, toonloos, ...
Τυχαίες λέξεις
Θνησιμότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sterfte, sterftecijfer, sterfelijkheid, mortaliteit, de sterfte