Θνησιμότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: θνησιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смертність
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θνησιμότητα
θνησιμότητα ελλάδα, θνησιμότητα λεξικο, θνησιμότητα ορισμός, θνησιμότητα συνώνυμα, θνησιμότητα θνητότητα, θνησιμότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θνησιμότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- θλιβερά στα ουκρανικά - сумно, жалібно, горестно, гірко, болісно, розпачливо
- θλιβερός στα ουκρανικά - важкий, лютій, грізний, журливий, волаючий, лютої, згубний, ...
- θνητός στα ουκρανικά - шматочки, смертний, смертна, уже смертний, смертну
- θολωμένος στα ουκρανικά - неясний, невиразний, тьмяний, розпливчастий, розпливчатий, розпливчасте
Τυχαίες λέξεις
Θνησιμότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: смертність
Μεταφράσεις: смертність