Θυμίαμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: θυμίαμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wierook, reukwerk, van wierook, reukwerks
Θυμίαμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θυμίαμα

θυμίαμα με φασκόμηλο, θυμίαμα αγορά, θυμίαμα συνταγή, θυμίαμα αγίου όρους, θυμίαμα μάνναν, θυμίαμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θυμίαμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θυμάμαι στα ολλανδικά - onthouden, gedenken, herinneren, niet vergeten, zich herinneren
  • θυμάρι στα ολλανδικά - tijm, thyme, thijm, de tijm
  • θυμωμένος στα ολλανδικά - toornig, dol, uitzinnig, boos, krankzinnig, stapel, gek, ...
  • θυμός στα ολλανδικά - toorn, boosheid, gramschap, woede, kwaadheid, de woede
Τυχαίες λέξεις
Θυμίαμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wierook, reukwerk, van wierook, reukwerks