Θυρωρός στα ολλανδικά
Μετάφραση: θυρωρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wachter, porter, portier, kruier, afgifte, drager
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θυρωρός
θυρωρός πολυκατοικίας, βέγγοσ θυρωρόσ, θυρωρόσ τησ νύχτασ, ο θυρωρόσ, επάγγελμα θυρωρός, θυρωρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θυρωρός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- θυμός στα ολλανδικά - toorn, boosheid, gramschap, woede, kwaadheid, de woede
- θυρίδα στα ολλανδικά - toonbank, kastje, locker, kast, kluisje, kleedkamer
- θυσία στα ολλανδικά - offer, opofferen, offeren, aanbieden, opoffering, offerande, offers
- θυσιάζω στα ολλανδικά - offer, aanbieden, opofferen, offeren, opoffering, offerande, offers
Τυχαίες λέξεις
Θυρωρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wachter, porter, portier, kruier, afgifte, drager
Μεταφράσεις: wachter, porter, portier, kruier, afgifte, drager