Ιδιοκτήτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: ιδιοκτήτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigenaar, bezitter, de eigenaar, verhuurder, eigenaar van
Ιδιοκτήτης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιοκτήτης

ιδιοκτήτης lidl, ιδιοκτήτης facebook, ιδιοκτήτης mega channel, ιδιοκτήτης action24, ιδιοκτήτης public, ιδιοκτήτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιδιοκτήτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιδεωδώς στα ολλανδικά - ideaal, ideale, een ideale, idealiter, uitstek
  • ιδιαίτερος στα ολλανδικά - scheiden, besloten, afscheiden, persoonlijk, verdelen, afbreken, afzonderen, ...
  • ιδιοκτησία στα ολλανδικά - bezit, eigendom, vermogen, eigendomsrecht, bezitting, eigenschap, goed
  • ιδιορρυθμία στα ολλανδικά - nieuwsgierigheid, rariteit, weetgierigheid, eigenaardigheid, bijzonderheid
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτήτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eigenaar, bezitter, de eigenaar, verhuurder, eigenaar van