Καταθλιπτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: καταθλιπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanmatigend, aanmatigend te, aanmatigend te zijn, arrogant, arrogante houding
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταθλιπτικός
καταθλιπτικός αγωγός, καταθλιπτικός ρεαλισμός, καταθλιπτικός συνόνυμα, καταθλιπτικός αγωγός ορισμός, καταθλιπτικός ιδεασμός, καταθλιπτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταθλιπτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταδότης στα ολλανδικά - grasveld, grassen, gras, jatten, Snitch, Snaai, informant, ...
- καταδύομαι στα ολλανδικά - duiken, duik, Dive
- καταιγίδα στα ολλανδικά - storm, onweer, de storm, stormen, bui
- καταιγισμός στα ολλανδικά - vloed, bergstroom, stroom, hagel, douche, een douche, bad, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταθλιπτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanmatigend, aanmatigend te, aanmatigend te zijn, arrogant, arrogante houding
Μεταφράσεις: aanmatigend, aanmatigend te, aanmatigend te zijn, arrogant, arrogante houding