Κλινικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κλινικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klinisch, klinische, de klinische
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλινικός
κλινικός παθολογοανατόμος, κλινικός διαιτολόγος, κλινικός φαρμακοποιός, κλινικός υποθυρεοειδισμός, κλινικόσ καθηγητήσ, κλινικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλινικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κλιμακώνομαι στα ολλανδικά - escaleert, escaleren, escalatie
- κλινική στα ολλανδικά - kliniek, clinic, ziekenhuis, de kliniek
- κλινοσκεπάσματα στα ολλανδικά - linnen, beddegoed, beddengoed, bedden, aanwezige bedden, strooisel
- κλονισμός στα ολλανδικά - ruk, schok, schokken, schudden, het schudden, shaking, schudt, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλινικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klinisch, klinische, de klinische
Μεταφράσεις: klinisch, klinische, de klinische