Κολπικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κολπικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaginaal, vaginale, vagina, passief, de vaginale
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολπικός
κολπικός σπόγγος, κολπικός δακτύλιος, κολπικός κνησμός, κολπικός υπέρηχος, κολπικός πόνος, κολπικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολπικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κολοσσιαίος στα ολλανδικά - ontzaglijk, reusachtig, geweldig, kolossaal, kolossale, enorme, reusachtige, ...
- κολοσσός στα ολλανδικά - kolos, bakbeest, gevaarte, Colossus, Kolossus, reus
- κολυμπώ στα ολλανδικά - zwemmen, drijven, duik, zwem, swim, duik nemen
- κολόνα στα ολλανδικά - colonne, rubriek, hoofd, zuil, pilaar, kolom, steunpilaar, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολπικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vaginaal, vaginale, vagina, passief, de vaginale
Μεταφράσεις: vaginaal, vaginale, vagina, passief, de vaginale