Tekenkrijt στα ελληνικά
Μετάφραση: tekenkrijt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραγιόνι, παστέλ, κραγιόν, κραγιονιού, του κραγιονιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tekenend στα ελληνικά - χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
- tekening στα ελληνικά - ζωγραφιά, σχέδιο, σχεδίου, κατάρτιση, σχεδίασης, σχέδια
- tekort στα ελληνικά - χαμός, ανάγκη, ήττα, υστέρημα, ελάττωμα, αποστατώ, θέλω, ...
- tekortkoming στα ελληνικά - ανάγκη, ελάττωμα, αποστατώ, θέλω, έλλειψη, υστέρημα, αδυναμία, ...
Τυχαίες λέξεις
Tekenkrijt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραγιόνι, παστέλ, κραγιόν, κραγιονιού, του κραγιονιού
Μεταφράσεις: κραγιόνι, παστέλ, κραγιόν, κραγιονιού, του κραγιονιού