Λαθρεμπόριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: λαθρεμπόριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
smokkelen, smokkelarij, smokkel, de smokkel, het smokkelen
Λαθρεμπόριο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαθρεμπόριο

λαθρεμπόριο καυσίμων ονοματα, λαθρεμπόριο καυσίμων, λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρεμπόριο πετρελαίου ονοματα, λαθρεμπόριο καπνού, λαθρεμπόριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λαθρεμπόριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λαγός στα ολλανδικά - haas, hazen, hare
  • λαθρέμπορος στα ολλανδικά - sluikhandelaar, smokkelaar, Smuggler, mensensmokkelaar, de smokkelaar, smokkelaar van
  • λαθροκυνηγός στα ολλανδικά - stropers, Poachers, De stropers, stropers te, van Poachers
  • λαιμαργία στα ολλανδικά - gulzigheid, vraatzucht, gluttony, bestwil bovendien, bestwil bovendien al
Τυχαίες λέξεις
Λαθρεμπόριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: smokkelen, smokkelarij, smokkel, de smokkel, het smokkelen