Λαθρεμπόριο στα ουκρανικά
Μετάφραση: λαθρεμπόριο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
контрабанда, контрабанду
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαθρεμπόριο
λαθρεμπόριο καυσίμων ονοματα, λαθρεμπόριο καυσίμων, λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρεμπόριο πετρελαίου ονοματα, λαθρεμπόριο καπνού, λαθρεμπόριο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λαθρεμπόριο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λαγός στα ουκρανικά - заєць, заяц
- λαθρέμπορος στα ουκρανικά - контрабандист, контрабандиста
- λαθροκυνηγός στα ουκρανικά - вмішуватися, втручатися, грузнути, переймати, браконьєри, браконьєрів
- λαιμαργία στα ουκρανικά - обжерливість, ненажерливість, черевоугодництво, череводогідливість, чревоугодіе
Τυχαίες λέξεις
Λαθρεμπόριο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: контрабанда, контрабанду
Μεταφράσεις: контрабанда, контрабанду