Λυπημένα στα ολλανδικά

Μετάφραση: λυπημένα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
triest, verdrietig, droevig, bedroefd, treurig
Λυπημένα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λυπημένα

λυπημένα στιχάκια, λυπημένα τραγούδια, λυπημένα δειλινά, φεγγάρια λυπημένα, λυπημένα πρόσωπα, λυπημένα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λυπημένα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λυντσάρω στα ολλανδικά - lynchen, Lynch, lyncht, van Lynch
  • λυπάμαι στα ολλανδικά - sparen, spijt, ontzien, bejammeren, betreuren, spijten, leedwezen, ...
  • λυπηρά στα ολλανδικά - droevig, triest, verdrietig, bedroefd, treurig
  • λυρικός στα ολλανδικά - tekst, lyrisch, lyrisch gedicht, lyrische, songtekst
Τυχαίες λέξεις
Λυπημένα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: triest, verdrietig, droevig, bedroefd, treurig