Heuvel στα ελληνικά

Μετάφραση: heuvel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
Heuvel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • heup στα ελληνικά - γοφός, ισχίο, ισχίου, hip, του ισχίου, ισχίων
  • heus στα ελληνικά - ευγενικός, αληθής, αλήθεια, πραγματικά, πράγματι, πραγματικός, πραγματικό, ...
  • hevig στα ελληνικά - εντατικός, βίαιος, έντονος, κοφτερός, μυτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, ...
  • hiel στα ελληνικά - τακούνι, φτέρνα, πτέρνα, πτέρνας, φτέρνας
Τυχαίες λέξεις
Heuvel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ