Μεγάφωνο στα ολλανδικά

Μετάφραση: μεγάφωνο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luidspreker, luidsprekers, de luidspreker, luidspreker van
Μεγάφωνο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγάφωνο

μεγάφωνο μόνιμου μαγνήτη, μεγάφωνο στον πολιτη, μεγάφωνο αυτοκινήτου, μεγάφωνο βικιπαιδεια, μεγάφωνο 15, μεγάφωνο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μεγάφωνο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μεγάθυμος στα ολλανδικά - edelmoedig, grootmoedig, magnanimousness
  • μεγάλος στα ολλανδικά - groot, verheven, veelomvattend, begerig, happig, overweldigend, belust, ...
  • μεγέθυνση στα ολλανδικά - vergroting, uitzetting, expansie, vergrotingsfactor, vergroting van, een vergroting, vergroot
  • μεγαλείο στα ολλανδικά - glorie, beroemdheid, roem, verhevenheid, lof, majesteit, statigheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεγάφωνο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: luidspreker, luidsprekers, de luidspreker, luidspreker van