Μεμψίμοιρος στα ολλανδικά
Μετάφραση: μεμψίμοιρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klagerig, knorrige, ontevreden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεμψίμοιρος
μεμψίμοιρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μεμψίμοιρος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μελόδραμα στα ολλανδικά - melodrama, het melodrama, melodramatische
- μεμπτός στα ολλανδικά - laakbaar, wraakbaar, berispelijk
- μεμψιμοιρώ στα ολλανδικά - sputteren, mopperen, kankeren, morren, vitten, cavil, kort bij Cavil, ...
- μενεξές στα ολλανδικά - paars, violetkleurig, pimpelpaars, viooltje, violet, viool, violette, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεμψίμοιρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klagerig, knorrige, ontevreden
Μεταφράσεις: klagerig, knorrige, ontevreden