Μεμψίμοιρος στα πολωνικά

Μετάφραση: μεμψίμοιρος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zrzędny, kłótliwy, ckliwy, sentymentalny, narzekający, marudny
Μεμψίμοιρος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεμψίμοιρος

μεμψίμοιρος λεξικό γλώσσας πολωνικά, μεμψίμοιρος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μελόδραμα στα πολωνικά - teatralność, melodramat
  • μεμπτός στα πολωνικά - naganny, karygodny, blamable
  • μεμψιμοιρώ στα πολωνικά - skarżyć, pomruk, sarkać, gderać, grzmieć, dokuczać, burczeć, ...
  • μενεξές στα πολωνικά - fioletowy, fiolet, fiołkowy, fiołek, fioletowe, violet
Τυχαίες λέξεις
Μεμψίμοιρος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zrzędny, kłótliwy, ckliwy, sentymentalny, narzekający, marudny