Μιαίνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: μιαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besmetten, verontreinigen, bezoedelen, vervuilen, vervuilt, ontheiligen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μιαίνω
μιαίνω αρχικοί χρόνοι, μιαίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μιαίνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μηχανισμός στα ολλανδικά - mechanisme, mechanisme voor, regeling, mechanisme van
- μηχανουργός στα ολλανδικά - machinist, precisiewaterpassen, de Machinist, precisiewaterpas, Machinist van
- μιζέρια στα ολλανδικά - narigheid, nood, misère, armoede, ellende, schamelheid, armoe, ...
- μικραίνω στα ολλανδικά - bekorten, verminderen, minderen, verkleinen, afkorten, inkorten, afnemen, ...
Τυχαίες λέξεις
Μιαίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: besmetten, verontreinigen, bezoedelen, vervuilen, vervuilt, ontheiligen
Μεταφράσεις: besmetten, verontreinigen, bezoedelen, vervuilen, vervuilt, ontheiligen