Μιαίνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μιαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заражати, розкладати, оскверняти, псувати, забруднювати, забруднюватиме
Μιαίνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μιαίνω

μιαίνω αρχικοί χρόνοι, μιαίνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μιαίνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μηχανισμός στα ουκρανικά - механіка, механізм
  • μηχανουργός στα ουκρανικά - механообробна, машиніст, машинист, машиніста
  • μιζέρια στα ουκρανικά - незадоволений, скнари, злидні, убогість, бідність, вбогість, злиденність
  • μικραίνω στα ουκρανικά - скоротіться, принижувати, ослабляти, зменшити, наймачі, послабляти, вкорочувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Μιαίνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заражати, розкладати, оскверняти, псувати, забруднювати, забруднюватиме