Plek στα ελληνικά

Μετάφραση: plek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντοπίζω, μουτζουρώνω, σπυρί, τόπος, βούλα, μπάλωμα, μέρος, τοποθετώ, μουτζούρα, αμαυρώνω, θέση, τόπο, χώρα
Plek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pleitbezorger στα ελληνικά - συνηγορώ, συμβουλεύω, υποστηρικτής, υπερασπιστής, καμαρίλα, δικηγόρος, συνήγορος, ...
  • pleiten στα ελληνικά - αγορεύω, έκκληση, υπεράσπιση, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλούνται, επικαλεστούν, ...
  • pletten στα ελληνικά - συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ, ισοπεδώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ...
  • plezier στα ελληνικά - πλάκα, ηδονή, κέφι, αρέσκεια, ευχαρίστηση, διασκέδαση, χαρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Plek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντοπίζω, μουτζουρώνω, σπυρί, τόπος, βούλα, μπάλωμα, μέρος, τοποθετώ, μουτζούρα, αμαυρώνω, θέση, τόπο, χώρα