Μπόσικος στα ολλανδικά
Μετάφραση: μπόσικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mul, rul, bevrijden, verlossen, loslaten, afhelpen, bosikos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπόσικος
μπόσικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπόσικος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μπόλι στα ολλανδικά - inoculum, entstof, ent, entmateriaal, het inoculum
- μπόλικος στα ολλανδικά - veel, percelen, heel veel, kavels, tal
- μπότα στα ολλανδικά - laars, bagageruimte, boot, opstarten, opstart
- μπόχα στα ολλανδικά - stank, oververzadiging, verzadigdheid, verzadiging, verzadigingsgevoel, van verzadiging
Τυχαίες λέξεις
Μπόσικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mul, rul, bevrijden, verlossen, loslaten, afhelpen, bosikos
Μεταφράσεις: mul, rul, bevrijden, verlossen, loslaten, afhelpen, bosikos