Afhelpen στα ελληνικά

Μετάφραση: afhelpen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, αυτεξούσιος, κυκλοφορώ, εκκρίνω, μπόσικος, χαλαρός, λυτός, λάσκος, δημοσιεύω, απαλλάσσω, τσάμπα, απαλλαγούμε, RID, απαλλαγείτε, απαλλαγούμε από, απαλλαγεί
Afhelpen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afhankelijk στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
  • afhankelijkheid στα ελληνικά - εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
  • afhuren στα ελληνικά - νοικιάζω, ναύλωση, ναύλωσης, ναυλώσεις, ναυλώσεως, τη ναύλωση
  • afjakkeren στα ελληνικά - κόπος, κόπωση, κούραση, νεφρίτης, υπερπολλαπλασιασμένη ταχύτητα, υπεροδήγηση, υπεροδήγηση από, ...
Τυχαίες λέξεις
Afhelpen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, αυτεξούσιος, κυκλοφορώ, εκκρίνω, μπόσικος, χαλαρός, λυτός, λάσκος, δημοσιεύω, απαλλάσσω, τσάμπα, απαλλαγούμε, RID, απαλλαγείτε, απαλλαγούμε από, απαλλαγεί