Νευρικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: νευρικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bang, nerveus, zenuwachtig, prikkelbaar, scherp, gespannen, edgy, stoere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νευρικός
νευρικός σύζυγος, νευρικός ιστός, νευρικός κλονισμός συμπτώματα, νευρικός εραστής, νευρικός άνθρωπος, νευρικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νευρικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νεροχύτης στα ολλανδικά - zinken, gootsteen, wastafel, spoelbak, wasbak
- νερό στα ολλανδικά - begieten, water, wateren, bevloeien, pis, besproeien, bevochtigen, ...
- νευρόσπαστο στα ολλανδικά - pop, marionet, tonnetje, puppet, poppetje, poppen
- νεφρίτης στα ολλανδικά - afbeulen, afjakkeren, afmatten, jade, de Jade, van Jade
Τυχαίες λέξεις
Νευρικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bang, nerveus, zenuwachtig, prikkelbaar, scherp, gespannen, edgy, stoere
Μεταφράσεις: bang, nerveus, zenuwachtig, prikkelbaar, scherp, gespannen, edgy, stoere