Ξεκουραστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ξεκουραστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rustgevend, rustig, rustgevende, rustige, goede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκουραστικός
ξεκουραστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξεκουραστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ξεκουμπώνω στα ολλανδικά - losgespen, unbuckle, los te gespen, uitdoen, tas afgespen
- ξεκουράζομαι στα ολλανδικά - afval, resten, overige, blijven, rust, overblijven, overblijfsel, ...
- ξεκούραση στα ολλανδικά - ontspanning, rust, relaxatie, ontspannen, ontspanningsruimte
- ξεκόβω στα ολλανδικά - wegsnijden, afzetten, amputeren, spenen, te spenen, wean, ontwennen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξεκουραστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rustgevend, rustig, rustgevende, rustige, goede
Μεταφράσεις: rustgevend, rustig, rustgevende, rustige, goede