Οικονόμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: οικονόμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opzichter, bewaker, intendant, meier, huishoudster, schoonmaakster, huisbewaarder
Οικονόμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικονόμος

οικονόμος συνώνυμα, ζητείται οικονόμος, οικονόμος εκκλησία, οικονόμος τσαριτσάνης, οικονόμοσ τσαριτσάνησ κεραυνόσ θεσπρωτικού, οικονόμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικονόμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικονομολογία στα ολλανδικά - economie, Economics, economische, de economie, Economische Wetenschappen
  • οικονομολόγος στα ολλανδικά - econoom, economist, de econoom
  • οικοσημολογία στα ολλανδικά - heraldiek, blazonry
  • οικοσύστημα στα ολλανδικά - ecosysteem, ecosystemen, ecosysteemdiensten, het ecosysteem, ecosysteem van
Τυχαίες λέξεις
Οικονόμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opzichter, bewaker, intendant, meier, huishoudster, schoonmaakster, huisbewaarder