Ολοφάνερος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ολοφάνερος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
evident, duidelijk, blijkt, zichtbaar, duidelijke
Ολοφάνερος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ολοφάνερος

ολοφάνερος συνώνυμα, ολοφάνερος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ολοφάνερος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ολοκλήρωση στα ολλανδικά - voltooiing, afronding, de voltooiing, voltooid, afloop
  • ολοκληρώνω στα ολλανδικά - volslagen, volledig, vol, ophouden, voltallig, compleet, puur, ...
  • ολόιδιος στα ολλανδικά - identiek, identiek aan, gelijk aan, identiek is aan, identiek is met
  • ολόκληρος στα ολλανδικά - afmaken, hengst, volmaakt, totaliter, gans, volkomen, eindigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ολοφάνερος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: evident, duidelijk, blijkt, zichtbaar, duidelijke