Ολοφάνερος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ολοφάνερος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
evidente, evidentes, claro, óbvio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολοφάνερος
ολοφάνερος συνώνυμα, ολοφάνερος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ολοφάνερος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ολοκλήρωση στα πορτογαλικά - realização, conclusão, a conclusão, cumprimento, de conclusão
- ολοκληρώνω στα πορτογαλικά - abarrotar, castiço, completo, encerrar, completar, finalizar, terminar, ...
- ολόιδιος στα πορτογαλικά - idealizar, idêntico, idêntico a, idêntica à, idêntica, idêntico ao
- ολόκληρος στα πορτογαλικά - terminar, encerrar, completamente, seduzir, finalizar, quem, totalmente, ...
Τυχαίες λέξεις
Ολοφάνερος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: evidente, evidentes, claro, óbvio
Μεταφράσεις: evidente, evidentes, claro, óbvio