Πάτωμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πάτωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
étage, verdieping, vloer, etage, grond, de vloer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πάτωμα
πάτωμα laminate τιμές, πάτωμα laminate, πάτωμα laminate κόστος, πάτωμα παζλ, πάτωμα εξωτερικού χώρου, πάτωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πάτωμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πάτερο στα ολλανδικά - Patero
- πάτος στα ολλανδικά - achterste, onderste, bodem, bips, achtergrond, zitvlak, kont, ...
- πάχνη στα ολλανδικά - vorst, rijp, rijm, rime, Rimé, rijp samenvatting
- πέδιλο στα ολλανδικά - sandaal, schoen, schoenen, shoe, schoen van, de schoen
Τυχαίες λέξεις
Πάτωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: étage, verdieping, vloer, etage, grond, de vloer
Μεταφράσεις: étage, verdieping, vloer, etage, grond, de vloer