Πάτωμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πάτωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assoalho, banhar, andar, inundar, pavimento, inundação, soalho, piso, chão
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πάτωμα
πάτωμα laminate τιμές, πάτωμα laminate, πάτωμα laminate κόστος, πάτωμα παζλ, πάτωμα εξωτερικού χώρου, πάτωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πάτωμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πάτερο στα πορτογαλικά - patero, pateiros
- πάτος στα πορτογαλικά - fundo, peúga, meia, palmilha, da peúga, sock
- πάχνη στα πορτογαλικά - frio, geada, fronteira, rima, rime, do rime, escarcha
- πέδιλο στα πορτογαλικά - sandália, alpercata, sapato, sapata, calçado, da sapata, shoe
Τυχαίες λέξεις
Πάτωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: assoalho, banhar, andar, inundar, pavimento, inundação, soalho, piso, chão
Μεταφράσεις: assoalho, banhar, andar, inundar, pavimento, inundação, soalho, piso, chão