Παιχνιδιάρικος στα ολλανδικά

Μετάφραση: παιχνιδιάρικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speels, schelmachtig, snaaks, dartel, guitig, speelse, ludieke
Παιχνιδιάρικος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παιχνιδιάρικος

παιχνιδιάρικος συνώνυμα, παιχνιδιάρικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παιχνιδιάρικος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παιδί στα ολλανδικά - afstammeling, vent, sujet, jong, loot, kind, persoon, ...
  • παιχνίδι στα ολλανδικά - speelbal, spel, speeltuig, partij, spelletje, wedstrijd, spel te, ...
  • πακέτο στα ολλανδικά - tas, pakje, troep, verpakking, stapel, boel, verpakken, ...
  • παλάτι στα ολλανδικά - paleis, Palace, paleis van, het paleis
Τυχαίες λέξεις
Παιχνιδιάρικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: speels, schelmachtig, snaaks, dartel, guitig, speelse, ludieke