Παραίτηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: παραίτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelatenheid, berusting, ontslag, aftreden, ontslagneming
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραίτηση
παραίτηση από το δημόσιο, παραίτηση από δικόγραφο, παραίτηση εκπαιδευτικών, παραίτηση από κατάσχεση εις χείρας τρίτου, παραίτηση παπούλια, παραίτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραίτηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παραίνεση στα ολλανδικά - vermaan, aanmaning, aansporing, vermaning, vermanen, vertroosting
- παραίσθηση στα ολλανδικά - waan, zinsbedrog, illusie, begoocheling, drogbeeld, hallucinatie, hallucinaties, ...
- παραβάλλω στα ολλανδικά - vergelijken, verzamelen, sorteren, te verzamelen, verzamelt
- παραβάτης στα ολλανδικά - overtreder, dader, veroordeelde, delinquent, dader te
Τυχαίες λέξεις
Παραίτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gelatenheid, berusting, ontslag, aftreden, ontslagneming
Μεταφράσεις: gelatenheid, berusting, ontslag, aftreden, ontslagneming