Παραγέμισμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: παραγέμισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vulling, vullen, stuffing, het vullen, vulsel
Παραγέμισμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραγέμισμα

παραγέμισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραγέμισμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παραβολή στα ολλανδικά - vergelijking, gelijkenis, parabel, spreuk
  • παραβρίσκομαι στα ολλανδικά - verzorgen, verplegen, bijwonen, volgen, bezoeken, wonen, te wonen
  • παραγγέλλω στα ολλανδικά - voorschrijven, aanvoeren, bevelen, sommeren, beschikking, decreet, afvaardiging, ...
  • παραγγελία στα ολλανδικά - comité, delegatie, bevel, sommeren, sociëteit, commissie, gemeenschap, ...
Τυχαίες λέξεις
Παραγέμισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vulling, vullen, stuffing, het vullen, vulsel