Παραχώρηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: παραχώρηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concessie, vergunning, concessieovereenkomst, concessies, concessieovereenkomst voor, concessie voor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραχώρηση
παραχώρηση επαγγελματικής στέγης, παραχώρηση κατοικίας, παραχώρηση χρήσης, παραχώρηση αιγιαλού 2014, παραχώρηση ενοικίων στην εφορία, παραχώρηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραχώρηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παραχαϊδεύω στα ολλανδικά - schenden, beschadigen, verknoeien, bederven, stukmaken, toetakelen, verwennen, ...
- παραχωρώ στα ολλανδικά - toegeven, toekennen, verlenen, toestaan, te verlenen, kennen
- παρείσακτος στα ολλανδικά - indringer, inbreker, indringers, inbraak, intruder
- παρεκκλήσι στα ολλανδικά - kapel, Chapel, de Kapel, kapel van, kapelletje
Τυχαίες λέξεις
Παραχώρηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: concessie, vergunning, concessieovereenkomst, concessies, concessieovereenkomst voor, concessie voor
Μεταφράσεις: concessie, vergunning, concessieovereenkomst, concessies, concessieovereenkomst voor, concessie voor