Πιτζάμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πιτζάμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pyjama, pajama, pyjama zit, pyama
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιτζάμα
ολόσωμη πυτζάμα, πιτζάμα γυναικεία, πιτζάμα θηλασμού, πιτζάμα πραξικόπημα, ζέβρα πυτζάμα, πιτζάμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πιτζάμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πιστός στα ολλανδικά - trouw, loyaal, getrouw, vroom, trouwhartig, gelovige, gelovigen, ...
- πιστότητα στα ολλανδικά - getrouwheid, trouw, fidelity, betrouwbaarheid, hifi
- πιτσιλάω στα ολλανδικά - kabbelen, klotsen, plassen, klapperen, spatten, plons, splash, ...
- πιτσιλίζω στα ολλανδικά - klotsen, klapperen, kabbelen, plassen, spat, spatten, spatter, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιτζάμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pyjama, pajama, pyjama zit, pyama
Μεταφράσεις: pyjama, pajama, pyjama zit, pyama