Vruchtbaar στα ελληνικά

Μετάφραση: vruchtbaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος, χοντρός, χόνδρος, λίπος, πλούσιος, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες
Vruchtbaar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • breeuwen στα ελληνικά - καλαφατίζω, βουλώνω, καλαφατίστε, καλαφατίζει, συνθέσεων καλαφατίσματος
  • oppervlakte στα ελληνικά - πατρίδα, επιφάνεια, αναδύομαι, εξοχή, περιοχή, χώρα, επιφάνειας, ...
  • ronde στα ελληνικά - γύρος, πλαταγίζω, περιοδεία, παφλάζω, γόνατα, στρογγυλός, γύρω, ...
  • tal στα ελληνικά - αριθμός, ανέρχομαι, ποσόν, ποσό, αριθμό, αριθμού, τον αριθμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Vruchtbaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος, χοντρός, χόνδρος, λίπος, πλούσιος, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες