Ποινικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ποινικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straf-, straf, strafbaar, strafrechtelijke, strafrechtelijk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποινικός
ποινικός κώδικας άρθρο 315, ποινικός κώδικας στα αγγλικά, ποινικός κώδικας 2014, ποινικός νόμος 1834, ποινικός κώδικας άρθρο 370α, ποινικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ποινικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ποιμενικός στα ολλανδικά - pastorale, pastoraal, de pastorale, landelijke, pastoraat
- ποινή στα ολλανδικά - bestraffing, strafsanctie, straf, dwangmaatregel, boete, sanctie, penalty, ...
- ποιότητα στα ολλανδικά - aard, allooi, geaardheid, kwaliteit, karakter, eigenschap, letter, ...
- πολίτευμα στα ολλανδικά - gouvernement, regime, staatsvorm, stelsel, overheid, regering, staatsinrichting, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποινικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: straf-, straf, strafbaar, strafrechtelijke, strafrechtelijk
Μεταφράσεις: straf-, straf, strafbaar, strafrechtelijke, strafrechtelijk