Maal στα ελληνικά

Μετάφραση: maal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρόνος, αναπαραγωγή, φορά, πολλαπλασιασμός, περίπτωση, ώρα, καιρός, χρόνο, χρόνου
Maal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maagdelijk στα ελληνικά - παρθένος, παρθένα, παρθένο, παρθένου, παρθένων, παρθένες
  • maaien στα ελληνικά - κόβω, κόψιμο, δρεπάνι, θερίζω, κοπή, κόψει, κουρεύετε, ...
  • maaltijd στα ελληνικά - γεύμα, γεύματος, το γεύμα, σιμιγδάλια, φαγητό
  • maan στα ελληνικά - φωτερό, φεγγάρι, Σελήνη, Moon, σελήνης, φεγγαριού
Τυχαίες λέξεις
Maal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρόνος, αναπαραγωγή, φορά, πολλαπλασιασμός, περίπτωση, ώρα, καιρός, χρόνο, χρόνου