Voorgeven στα ελληνικά
Μετάφραση: voorgeven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beslissend στα ελληνικά - αποφασιστικός, ζωτικός, καθοριστικός, κρίσιμος, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
- bijstaan στα ελληνικά - βοήθημα, επικουρία, βοήθεια, βοηθός, βοηθώ, αρωγή, βοηθήσει, ...
- bloedaandrang στα ελληνικά - ξεχύνομαι, κύμα, ορμή, βιασύνη, τρέχω, συμφόρηση, συμφόρησης, ...
- onopvallend στα ελληνικά - διακριτικός, διακριτά, διακριτές, διακριτών, διακριτή, διακριτό
Τυχαίες λέξεις
Voorgeven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Μεταφράσεις: προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να