Ραγίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ραγίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kloof, split, kier, barst, kerel, vent, snuiter, hoofdstuk, chap
Ραγίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ραγίζω

ραγίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ραγίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ραβί στα ολλανδικά - rabbi, rabbijn, rabijn, de Rabijn
  • ραβδί στα ολλανδικά - spitsroede, gard, paal, stokje, roede, schacht, staf, ...
  • ραγιάς στα ολλανδικά - slavin, slaaf, rail, spoor, per spoor, het spoor, spoorwegsysteem
  • ραδίκι στα ολλανδικά - lof, cichorei, witlof, witloof, van cichorei
Τυχαίες λέξεις
Ραγίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kloof, split, kier, barst, kerel, vent, snuiter, hoofdstuk, chap