Ραγίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ραγίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
partir, rachadura, rachar, quebrar, goela, companheiro, indivíduo, CHAP, cap
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ραγίζω
ραγίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ραγίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ραβί στα πορτογαλικά - rabino, Rabi, Rabbi, o rabino
- ραβδί στα πορτογαλικά - haste, verga, foguete, estaca, vara, pau, da vara, ...
- ραγιάς στα πορτογαλικά - escravo, cativo, chacinar, trilho, ferroviário, ferroviária, ferroviários, ...
- ραδίκι στα πορτογαλικά - chicória, de chicória, chicórias, da chicória, a chicória
Τυχαίες λέξεις
Ραγίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: partir, rachadura, rachar, quebrar, goela, companheiro, indivíduo, CHAP, cap
Μεταφράσεις: partir, rachadura, rachar, quebrar, goela, companheiro, indivíduo, CHAP, cap